- ποιησαμένους
- ποιέωmakeaor part mid masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαίρετος — η, ο (AM ἐξαίρετος, ον) [εξαιρώ] 1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.) 2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον») νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
ευνομία — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ευνομίας, κόρη του Δία και της Θέμης, αδελφή της Δίκης και της Ειρήνης, με τις οποίες αποτελούσε την τριάδα των Ωρών. Στην Αθήνα τη λάτρευαν μαζί με την Εύκλεια. Ο Τυρταίος ονόμασε ένα ποίημά του … Dictionary of Greek